τρίλοφος

τρίλοφος
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.) του νομού Πιερίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.).
* * *
-ον, Α
1. (για περικεφαλαία) αυτός που έχει τρία λοφία
2. αυτός που έχει τρεις κορυφές ή άκρες («Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην», Νoνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + λόφος (πρβλ. ἑπτά-λοφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρίλοφος — with three crests masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίλοφον — τρίλοφος with three crests masc/fem acc sg τρίλοφος with three crests neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριλόφοιο — τρίλοφος with three crests masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριλόφοις — τρίλοφος with three crests masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριλόφου — τρίλοφος with three crests masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριλόφους — τρίλοφος with three crests masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριλόφῳ — τρίλοφος with three crests masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

  • τριλοφία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγκαθιάς. * * * ἡ, Α [τρίλοφος] 1. το τριπλό λοφίο πτηνού ή περικεφαλαίας 2. περικεφαλαία με τρία λοφία …   Dictionary of Greek

  • Νεστόριο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 890 μ.) του νομού Καστοριάς. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (59 τ. χλμ.), στην οποία ανήκαν και άλλοι έξι μικρότεροι οικισμοί, η Αγία Άννα (υψόμ. 840 μ.), τα Στενά (υψόμ. 940 μ.), ο Πεύκος, το Γιαννοχώρι, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”